- αγωγιαστήριο
- το [αγωγιάζω]έγγραφο σε μορφή επιστολής, που εκδίδεται για σύμβαση μεταφοράς προσώπων ή πραγμάτων από τον αποστολέα προς τον παραλήπτη και περιέχει όλα τα στοιχεία που καθορίζει ο νόμοςο όρος αγωγιαστήριο έχει πέσει σήμερα σε αχρηστία. Στη θέση του χρησιμοποιείται ο όρος φορτωτική*.
Dictionary of Greek. 2013.